Βόνη

Βόνη
I
(Bonn). Πόλη (311.900 κάτ. το 2002) της Γερμανίας, πρωτεύουσα της Δυτικής Γερμανίας μέχρι την ενοποίηση (1990) και στη συνέχεια διοικητικό κέντρο και έδρα της κυβέρνησης της ενωμένης Γερμανίας μέχρι τη μεταφορά όλων των αρμοδιοτήτων στη νέα πρωτεύουσα του κράτους, το Βερολίνο. Χτισμένη στην αριστερή όχθη του Ρήνου, του οποίου είναι λιμάνι με μεγάλη κίνηση, εξελίχθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο σε σπουδαίο βιομηχανικό κέντρο.
Η πόλη ιδρύθηκε από το Δρούσο το 10 π.Χ. για να στρατοπεδεύσουν οι στρατιές του και έφερε το όνομα BonnaCastra Bonnensia. Από τότε βρέθηκε κάτω από διάφορες κυριαρχίες, έως ότου έγινε επισκοπική έδρα το 1273.
Η επιλογή της ως πρωτεύουσας της Δυτικής Γερμανίας (1949-90) ευνόησε σημαντικά την οικονομική της ανάπτυξη και την πολεοδομική της εξάπλωση. Οι συνοικίες της, που είχαν υποστεί μεγάλες καταστροφές στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, ανασυγκροτήθηκαν γρήγορα και επεκτάθηκαν έως το Μπαντ Γκόντεσμπουργκ στο οποίο δεσπόζει το Γκόντεσμπουργκ, ένας ερειπωμένος σήμερα μεσαιωνικός πύργος, και στις πόλεις Μπόιελ, Κενιγκσβίντερ (38.000 κάτ.) και Μπαντ Χόνεφ κατά μήκος της αντίθετης όχθης του Ρήνου, με τις οποίες η Β. αποτελεί σήμερα σχεδόν ενιαίο πυκνοκατοικημένο αστικό κέντρο. Από τα πιο αντιπροσωπευτικά μνημεία της είναι η μητρόπολη, ρομανογοτθικού ρυθμού (11ος-13ος αι.), το δημαρχιακό μέγαρο ρυθμού ροκοκό, το σπίτι όπου γεννήθηκε ο Μπετόβεν, το ανάκτορο των εκλεκτόρων ρυθμού μπαρόκ (σήμερα στεγάζει πανεπιστήμιο), καθώς και η σύγχρονη συνοικία με το παλιό μέγαρο της ομοσπονδιακής βουλής. Αξιόλογο ενδιαφέρον παρουσιάζει το μουσείο του Ρήνου, που στεγάζει πλούσιες συλλογές, προϊστορικές, ρωμαϊκές και μεσαιωνικές, καθώς και τα σύγχρονα (εγκαινιάστηκαν το 1992) μουσείο Τεχνών και Ομοσπονδιακό Εκθεσιακό και Καλλιτεχνικό Κέντρο.
Η Μαρία Παυλίνα Καρολίνα Βοναπάρτη, πριγκίπισσα Μποργκέζε, αδελφή του Ναπολέοντα Α’, όπως απεικονίζεται σε εξαίρετο έργο του κορυφαίου Ιταλού γλύπτη Κανόβα (Πινακοθήκη Μποργκέζε, Ρώμη).
Το μέγαρο Σάουμπεργκ, χαρακτηριστικό αρχιτεκτονικό μνημείο της Βόνης.
Η μητρόπολη της Βόνης, ναός του 11ου-13ου αι., στον οποίο συνυπάρχουν αρμονικά τα γοτθικά με τα ρομανικά στοιχεία.
II
Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 330 μ., 601 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πεδιάδος του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται ΝΔ του Καστελιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θραψανού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Βερολίνο — (Βerlin). Πόλη (3.392.900 κάτ. το 1999) της βορειοανατολικής Γερμανίας, πρωτεύουσα της Γερμανικής Ομοσπονδίας (από το 1871 έως το 1945, και ξανά από το 1990, μετά την ένωση των δύο Γερμανιών και των αντίστοιχων τμημάτων του Β., Ανατολικού και… …   Dictionary of Greek

  • Γκάισλερ, Χάινριχ — (Heinrich Geissler, Ίγκελσιμπ, Θουριγκία 1815 – Βόνη 1879). Γερμανός εφευρέτης. Εργάστηκε ως υπάλληλος υαλουργείου στο Τίμπινγκεν, εγκαταστάθηκε μετά στην Ολλανδία και το 1854 πήγε στη Βόνη, όπου ίδρυσε εργοστάσιο οργάνων φυσικής και χημείας που… …   Dictionary of Greek

  • Κλάιζεν, Λούντβιχ — (Ludwig Claisen, Κολονία 1851 – Γκόντεσμπεργκ 1930). Γερμανός χημικός. Σπούδασε στη Βόνη και για μικρό διάστημα στο Γκέτινγκεν, ενώ πραγματοποίησε τη διδακτορική του διατριβή στη Βόνη, υπό την εποπτεία του Κεκιλέ (βλ. λ.). Εργάστηκε για τέσσερα… …   Dictionary of Greek

  • Χίτορφ, Γιόχαν Βίλχελμ — (Hittorf, Βόνη 1824 – Μίνστερ 1914). Γερμανός χημικός και φυσικός. Παρακολούθησε μαθήματα στη Βόνη και στο Βερολίνο· έγινε καθηγητής της φυσικής και της χημείας στο πανεπιστήμιο του Μονάχου και μετά διευθυντής του εργαστηρίου φυσικής. Οι… …   Dictionary of Greek

  • ρήνος — (Rhein γερμανικά, Rhin γαλλικά, Rijn ολλανδικά). Ποταμός της κεντρικής Ευρώπης, που έχει συνολικό μήκος 1326 χλμ. και λεκάνη απορροής 225.000 τ. χλμ. Ο Ρ. είναι ένας από τους μεγαλύτερους και σημαντικότερους ποταμούς της Ευρώπης, φορέας… …   Dictionary of Greek

  • Βέλκερ, Φρίντριχ — (Friedrich Welcker, 1784 – 1868). Γερμανός φιλόλογος και αρχαιολόγος. Σπούδασε κλασική φιλολογία στο πανεπιστήμιο της Γίσεν και σε νεαρή ηλικία διορίστηκε καθηγητής στο γυμνασιακό παράρτημα του ίδιου πανεπιστημίου. Το 1806 πήγε στην Ιταλία όπου… …   Dictionary of Greek

  • Βιντσάιντ, Μπέρνχαρντ — (Bernhard Windscheid, Ντίσελντορφ 1817 – Λειψία 1892).Γερμανός νομικός. Έκτακτος καθηγητής του ρωμαϊκού δικαίου στη Βόνη το 1847, κατέλαβε το ίδιο έτος την έδρα επίσης του ρωμαϊκού δικαίου στο πανεπιστήμιο της Βασιλείας, και κατόπιν στα… …   Dictionary of Greek

  • Βρυέννιος, Φιλόθεος — (1835 – 1914).Ιεράρχης και επιφανής θεολόγος. Διετέλεσε καθηγητής της εκκλησιαστικής ιστορίας στη Θεολογική Σχολή Χάλκης και το 1865 έγινε διευθυντής της Μεγάλης του Γένους Σχολής. Το 1874 πήρε μέρος, μαζί με τον αρχιμανδρίτη Ιωάννη Αναστασιάδη,… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανίας, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη που ιδρύθηκε το 1963 με την έκδοση Ιδρυτικού Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, στη δικαιοδοσία του οποίου υπάγεται. Με τον νόμο 222/24 10 1974 του ομόσπονδου γερμανικού κρατιδίου της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”